Κυριακή 13 Μαΐου 2018

Το Θρόισμα Τ’ Ανέμου


Όταν ξημέρωναν επέτειοι σαν του Αγίου Βαλεντίνου, ένιωθε άβολα. Ίσως γιατί είχε μεγάλη δυσκολία να προσαρμοστεί σ’ αυτό το κλίμα της γιορτής των Ερωτευμένων. Όχι γιατί δεν είχε αισθήματα, κάθε άλλο ήταν πάρα πολύ ευαίσθητη, αλλά γιατί ήθελε εκ μέρους του συντρόφου της την ώθηση για να αισθανθεί καλά, για να το γιορτάσουν μαζί.

Παράξενο πλάσμα μα την Αλήθεια. Έκρυβε τις ανασφάλειές της, δίνοντας αγάπη και νοιάξιμο για τους άλλους, ενώ στην ουσία αγνοούσε τον ίδιο της τον εαυτό, όσο αισθανόταν ότι δεν είχε συναισθηματική ασφάλεια. Έκρυβε τον φόβο της ότι αν θελήσει να διεκδικήσει μια καλύτερη ζωή, τα πράγματα θα στρεφόταν εναντίον της. Γι’ αυτό και κάθε φορά που ερχόταν αντιμέτωπη με τέτοιου είδους εκδηλώσεις συναισθηματικής έκφρασης, μέσα της πάγωνε και προσπαθούσε να το ξεπεράσει με συνοπτικές διαδικασίες.

Φέτος ήθελε να είναι αλλιώς τα πράγματα. Μέσα της δεν είχε πάψει να την απασχολούν τα δικά της κρατήματα, αλλά τουλάχιστον ήθελε να προσπαθήσει να είναι η κατάσταση διαφορετική του Αγίου Βαλεντίνου.

Δεν θα πήγαινε ν’ αγοράσει σοκολατάκια ή αρκουδάκια σε ένδειξη αγάπης. Ήθελε όμως, να δεχθεί ένα τριαντάφυλλο από τον καλό της, με μια ευχή και μιαν επιθυμία να το συνοδεύουν. Θα του ετοίμαζε μια κάρτα όπου θα του έγραψε τα δικά της λόγια αγάπης. Ονειρευόταν να καθίσουν να φάνε μαζί το βράδυ, έστω κι αν θα ήταν μια ακόμα εργάσιμη ημέρα, ν’ άναβαν κεράκια για να κάνουν πιο ρομαντική την ατμόσφαιρα, ν’ ανοίξουν ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, να βάλουν ερωτική μουσική να ακούγεται στο βάθος, να ήταν εκεί ο ένας για τον άλλον.

Ήθελε να την πάρει να χορέψουν αγκαλιά, να την φιλήσει με τη γλύκα του φιλιού του στο στόμα κι εκείνη να κλείνει τα μάτια και να τον κρατάει ακόμα πιο σφιχτά στην αγκαλιά της. «Μ’ αγαπάς?» του έλεγε συχνά, σε σημείο που κάποιες φορές ήταν κωμικοτραγική η κουβέντα. «Μ’ αγαπάς?» ήθελε να του ξαναψιθυρίσει, γιατί για εκείνην ήταν το πιο σημαντικό που μπορούσε να έχει, να την αγαπά πραγματικά. Και έτσι ν’ αφεθεί στα χάδια και τα φιλιά του, νιώθοντας τον πόθο ολοένα να την κυριεύει.

Ήθελε να την πάρει από το χέρι και να καταλήξουν στη κρεβατοκάμαρά τους, όπου όπως παλιά, θα ζούσαν τις στιγμές τους όπως εκείνοι ήξεραν. Η φωτιά και ο αέρας, το νερό κι η γη, όταν έσμιγαν στο ίδιο το κρεβάτι. Να του μιλούσε γλυκά και τρυφερά, ν’ αφήνονταν να νιώσει την επαφή τους, την αίσθηση του ενός στον άλλον, το μαζί, αχ αυτού του μαζί που η ψυχή και το σώμα προετοιμάζονται για τη μια στιγμή που κρατάει, αλλά αυτή η στιγμή που μοιάζει να κρατά αιώνια!
Κι έπειτα, να τον έπαιρνε στην αγκαλιά της αποκαμωμένο ν’ αποκοιμηθεί στο στέρνο της, ενώ θα του χάιδευε τα μαλλιά, την ώρα εκείνη που τίποτε δεν θα πήγαινε να τους χωρίσει. Εκείνη την ώρα που όλες οι ανασφάλειες έμοιαζαν να έχουν εξαφανιστεί στο θρόισμα τ’ ανέμου, που φυσούσε έξω από το παράθυρό τους.

Μια ακόμα μέρα ξημέρωνε. Άνοιξε το κινητό της, έδειχνε 14 Φεβρουαρίου. Το σφίξιμο παρόν από την πρώτη στιγμή. Ντύθηκε, ετοιμάστηκε για τη δουλειά. Το ραδιόφωνο να παίζει όλη μέρα τραγούδια αγάπης, τραγούδια ερωτικά, για έρωτες ατελέσφορους, για έρωτες παθιασμένους. Δεν άνοιξε ραδιόφωνο, δεν άντεχε το συναίσθημα και τις θύμισες που τις προκαλούν αυτά τα ακούσματα.
Στο μυαλό της ένα τραγούδι έπαιζε από την προηγούμενη, το “When you tell me that you love me” της Diana Ross:

Θέλω να σε κρατήσω σφιχτά
Κάτω από τη βροχή
Θέλω να φιλήσω το χαμόγελό σου
Και να αισθανθώ τον πόνο
Ξέρω ότι είναι όμορφο
Να σε κοιτάζω
Σε έναν κόσμο γεμάτο ψέματα
Είσαι η αλήθεια

Μωρό Μου
Κάθε φορά που μ 'αγγίζεις
Γίνομαι ήρωας
Θα σε προστατεύσω
Όπου κι αν είσαι
Και θα σου φέρω
Ό, τι ζητάς
Δεν υπάρχει κάτι που να μην μπορώ να κάνω
Λάμπω σαν κερί μέσα στο σκοτάδι
Όταν μου λες πως μ 'αγαπάς

Οι στίχοι ερχόταν ξανά και ξανά σε ανύποπτες στιγμές μέσα στη μέρα και την έκαναν να αποσπάται από τη καθημερινότητα. Γύρισε σπίτι, απόλυτη ησυχία. Έβαλε το τραγούδι να παίξει στο ίντερνετ γιατί ήθελε να το ακούσει και ζωντανά. Δεν άντεχε να δει το βίντεο, γύριζε στα δωμάτια σαν χαμένη. Έβαλε τη φόρμα της, φόρεσε το μπουφάν της κι έφυγε για το γυμναστήριο. Στο δρόμο έμοιαζε σαν να μιλούσε στον εαυτό της. «Αχ, μωρό μου, αχ…» φώναξε μέσα στη βουή του δρόμου, οδηγώντας.
Πήγε γυμναστήριο, να δώσει στο κορμί της λίγη από την ευχαρίστηση που είχε ανάγκη. Γύρω σκοτάδι, η νύχτα ήδη προχωρούσε γοργά. Γύρισε πάλι σπίτι κι έβαλε τις πιτζάμες της με τα αρκουδάκια. Έκανε ν’ ανοίξει ένα μπουκάλι κρασί, το μετάνιωσε. Το άφηνε πάντα για μιαν άλλη φορά, ίσως και ποτέ. Έφτιαξε ένα τσάι και κάθισε κάτω. Άνοιξε πάλι τα βίντεο και διάλεξε το επόμενο τραγούδι που γύριζε στο μυαλό της. Κι ένα ακόμα που για εκείνην ήταν ό,τι πιο όμορφο είχε ακούσει για την ημέρα των ερωτευμένων. Θυμόταν τη συγκίνηση που της είχε προκαλέσει όταν το είχε τυχαία ανακαλύψει και από τότε το φύλαγε σαν ένα πολύ δικό της προσωπικό τραγούδι, που θα ήθελε όσο τίποτε άλλο, να τ’ αφιερώσει στην αγάπη της. Να του πει «αυτό νιώθω για σένα, αγάπησέ με…» και ν’ αφήσει τη καρδιά της στα χέρια του.

Με το κινητό στο χέρι καθόταν στο τραπέζι της κουζίνας και άκουγε τα δικά της ακούσματα στη μέρα που ήδη είχε αρχίσει να γίνεται παρελθόν. «Πάλι καλά που τα καταφέραμε και σήμερα» είπε μονολογώντας, λίγο πριν κλείσει τα μάτια της κι ετούτη τη βραδιά. Μέσα της, η καρδιά της πάλευε να ανταπεξέλθει στο συναίσθημα και την επιθυμία να μπορέσει να μην φοβάται άλλο πια, το δικαίωμα στην αγάπη, στον έρωτα, στη ζωή. Ήθελε να την έχει αγκαλιά και να αισθάνεται ότι αυτή η αγκαλιά ήταν το λιμανάκι της κι ο άνθρωπός της, προστάτης της από όλα αυτά που την έκαναν να νιώθει ευάλωτη. Αποκοιμήθηκε με τα σκεπάσματα στο κεφάλι, κουλουριασμένη, με τα τραγούδια που αγαπούσε να παίζουν ακόμα στο μυαλό της.

Μια ακόμα ημέρα είχε σβηστεί από το ημερολόγιο, μέχρι που θα ερχόταν πάλι ο καιρός να ξαναζήσει τη προσμονή και το ξημέρωμά της. Κοιμήσου κόρη μου, ηρέμησε, ο Μορφέας να σε ταξιδεύει εκεί που ποθείς να βρίσκεσαι…

© Marialena, 13/2/2018 (Μείνε μες τα όνειρά μου, γίνε φόβος και χαρά μου, μείνε μέσα στη ζωή μου, μείνε…)

Τετάρτη 9 Μαΐου 2018

Αν...


Αν…
Αν να κρατάς καλά μπορείς το λογικό σου, όταν τριγύρω σου όλοι
τάχουν χαμένα και σ’ εσέ της ταραχής τους ρίχνουν την αιτία.
Αν να εμπιστεύεσαι μπορείς τον ίδιο τον εαυτό σου όταν ο κόσμος
δε σε πιστεύει, κι’ αν μπορείς να του σχωρνάς τούτη τη δυσπιστία.
Να περιμένεις αν μπορείς δίχως να χάνεις την υπομονή σου,
κι’ αν άλλοι σε συκοφαντούν να μην καταδεχτείς ποτέ το ψέμμα,
κι’ αν σε μισούν, εσύ ποτέ σε μίσος ταπεινό να μην ξεπέσεις,
μα να μην κάνεις τον καλό η τον πολύ σοφό στα λόγια....
Αν να ονειρεύεσαι μπορείς, και να μην είσαι δούλος των ονείρων,
αν να στοχάζεσαι μπορείς δίχως να γίνει ο στοχασμός σκοπός σου,
αν ν’ αντικρύζεις σου βαστά το θρίαμβο και τη συμφορά παρόμοια,
κι’ όμοια να φέρνεσαι σ’ αυτούς τους δυό τυραννικούς απατεώνες,
αν σου βαστά η ψυχή ν’ ακούς όποιαν αλήθεια εσύ είχες ειπωμένη,
παραλλαγμένη απ’ τους κακούς, για να 'ναι για τους άμυαλους παγίδα
ή συντριμμένα να θωρείς όσα σού 'χουν ρουφήξει τη ζωή σου,
και πάλι να ξαναρχινάς να χτίζεις μ’ εργαλεία πούναι φθαρμένα....
Αν όσα απόκτησες μπορείς σ’ ένα σωρό μαζύ να τα μαζέψεις
και δίχως φόβο, μονομιάς κορώνα η γράμματα όλα να τα παίξεις,
και να τα χάσεις και απ’ αρχής, ατράνταχτος να ξεκινήσεις πάλι,
και να μη βγάλεις και μιλιά γι’ αυτό τον ξαφνικό χαμό σου.
Αν νεύρα και καρδιά μπορείς και σπλάχνα και μυαλό όλα να τα σφίξεις
να σε δουλέψουν ξαναρχής, κι’ ας είναι από πολύν καιρό σωσμένα
και να κρατιέσαι πάντα ορθός, όταν δεν σούχει τίποτε απομείνει
παρά μονάχα η θέληση, κράζοντας σε όλα αυτά «βαστάτε»....
Αν με τα πλήθη να μιλάς μπορείς και να κρατάς την αρετή σου,
με βασιλιάδες να γυρνάς, δίχως απ’ τους μικρούς να ξεμακρύνεις.
Αν μήτε φίλοι, μήτ’ εχθροί μπορούνε πιά ποτέ να σε πειράξουν,
όλο τον κόσμο αν αγαπάς, μα και ποτέ πάρα πολύ κανέναν.
Αν του θυμού σου τις στιγμές, που φαίνεται αδυσώπητη η ψυχή σου,
μπορείς ν’ αφήσεις να διαβούν, την πρώτη ξαναβρίσκοντας γαλήνη,
δική σου θάναι τότε η Γη, μ’ όλα και μ’ ό,τι πάνω της κι’ αν έχει
και κάτι ακόμα πιο πολύ:
Άντρας αληθινός θάσαι, παιδί μου.

Rudyard Kipling
μετάφραση Κ. Καρθαίου

Δυο Σουβλάκια Κοτόπουλο


Κάθισε δίπλα μου, με το ροζ μπουφάν μηχανής της. Χαιρέτησε κάποιες από απέναντι και έπιασε μια καρέκλα. Κοίταξε γύρω, έβγαλε το κινητό της και το ακούμπησε στο τραπέζι. Εμείς ήδη τρώγαμε κι εκείνη ρώτησε που θα βρει κοτόπουλο σουβλάκι.

Ο χώρος οικείος και το πλήθος που μπαινόβγαινε κι αυτό γνωστό λίγο ή πολύ. Βγήκε έξω προς τη ψησταριά. Τι θα πάρετε? Ρώτησαν τα παιδιά που έψηναν. Δυο σουβλάκια κοτόπουλο παρακαλώ, απάντησε. Ψωμάκι θέλετε? Ναι, βάλτε μου δυο φέτες. Πλήρωσε και πήρε το πιάτο της για να κάτσει στη θέση της. Δεν πήρε τίποτε να πιει. Μόνο ένα ποτήρι νερό να συνοδεύσει το γεύμα της. Άνοιξε το κινητό, χάζεψε για λίγο και έκατσε να κοιτάζει τα σουβλάκια.

Φαινόταν απορροφημένη στις σκέψεις της. Μια μιλούσε με μας, μια χανόταν πάλι, σαν τα δωδεκάχρονα που δεν μιλάνε πολύ ενώ κοιτάζουν την οθόνη του κινητού τους. Σκεφτόταν ότι σε εκείνον τον χώρο, είχε περάσει όμορφες στιγμές μαζί του. Μια κοπή πίτας που τραγουδούσαν μαζί καραόκε αγκαλιά, κάνοντας τα δικά τους. Τα ταξιδιωτικά που είχαν δει μαζί και κάποια στιγμή κόντευε να την πάρει ο ύπνος από τη κούραση στο σκοτάδι. Οι φίλοι και γνωστοί που συνέθεταν το πολύχρωμο πλήθος της μοτοπαρέας, χειμώνα – καλοκαίρι. Εκεί σ’ αυτόν τον χώρο που πας για να μιλήσεις, πας για να μοιραστείς. Πας για να μην είσαι μόνος.

Στα ηχεία ακουγόταν το Losing my religion των REM. Τινάχθηκε σαν από λήθαργο και άρχισε να τραγουδάει μαζί μας.
Life is bigger
It's bigger
And you, you are not me
The lengths that I will go to
The distance in your eyes

Ήταν της γενιάς μας τ’ ακούσματα αυτά. Την άκουσα ν’ αναστενάζει. Άρχισε να τρώει τα σουβλάκια της. Κάθε φορά ένα και μετά λίγο ψωμάκι. Και τ’ άφηνε κάτω ευλαβικά στο πιάτο. Τα μάτια της περιεργάζονταν τον χώρο και τους ανθρώπους του. Τι να σκεφτόταν άραγε? Στο βάθος κάποιοι είχαν ήδη σηκωθεί για να χορέψουν. Άλλοι καθόταν έξω και συζητούσαν μεταξύ τους.

Σηκώθηκε πάνω, χτένισε τα μαλλιά της και βγήκε έξω. Ένα γκράφιτι στον τοίχο είχε τραβήξει τη προσοχή της. Στάθηκε απέναντι και έβγαζε φωτογραφίες. Κάποιος περνώντας την έκανε να γελάσει. Να που γέλασε λοιπόν! Επέστρεψε στη θέση της ξανά και κάθισε.

Κοίταγε τις φωτογραφίες που τράβηξε, μια προς μια και πάλι από την αρχή. Τι να πεις σ’ έναν άνθρωπο απέναντί σου που δεν ξέρεις τι έχει στο μυαλό του? Το κινητό στο χέρι σε μια αέναη προσπάθεια να είναι στο κόσμο της, αλλά και στην αίθουσα.

Η μουσική έπαιζε τραγούδια χορευτικά. Άφησε κάτω το τηλέφωνο και σηκώθηκε να χορέψει μαζί με τους άλλους. Άρχισε να λικνίζεται στη μουσική, δίπλα της ένα μικρό αγόρι χόρευε κι αυτό. Του χαμογέλασε. Παραδίπλα κάποιες άλλες γυναίκες. Έμοιαζε να μην τις γνωρίζει. Ξανακάθισε για λίγο, μέχρι που ο dj έβαλε ελληνικούς χορούς και άνδρες και γυναίκες έσμιξαν στο χορό. Σηκώθηκε κι εκείνη μαζί, κάποια στιγμή έσυρε τον χορό μέχρι που άλλαξε το τραγούδι.

Φαινόταν ξαλαφρωμένη, ενώ όταν κάθισε στη θέση της έβγαλε έναν αναστεναγμό και τα μάτια της χάθηκαν ξανά προς στον κόσμο που συνέχιζε να χορεύει. Με το χέρι της, χάιδεψε τα μαλλιά της και μειδίασε. Σαν να είχε ξαλαφρώσει από κάτι που τη βασάνιζε, ποιος ξέρει?

Η ώρα περνούσε και βγήκε πάλι έξω. Μιλούσε με κόσμο που ήταν εκεί. Κάποιος φίλος της είπε πως είναι μοτοσυκλετίστρια που οδηγεί σκούτερ και χάρηκε γι’ αυτό που της είπε. Κάποιος άλλος φίλος μιλούσε για ταξίδια με μοτοσυκλέτα και στάθηκε να τον ακούσει. Πίσω της ακόμα έψηναν σουβλάκια.

Πήρε το μπουφάν της να φύγει. Λίγοι είχαμε μείνει ακόμα μέσα στον κλειστό χώρο της εκδήλωσης. Χαιρέτησε, βγήκε έξω και δυο φίλοι της έλεγαν για πόσο όμορφη είναι η παρέα με ανθρώπους που ταιριάζεις και την κάλεσαν για διακοπές στο νησί τους. Ο άνδρας φίλησε τη καλή του στα πεταχτά, ενώ η κοπέλα του έλεγε περιπαικτικά: «13 χρόνια πια μαζί, τι άλλο…!». Εκείνη έσκυψε το κεφάλι και της απάντησε: «Μη το λες, ρώτα με και μένα που ξέρω…» και η φίλη της συνέχισε να αφηγείται τις καλοκαιρινές της περιπέτειες.

Χαιρέτησε και πήγε να πάρει τη μηχανή της. Ο περισσότερος κόσμος είχε πια φύγει, λίγοι είχαν απομείνει στο μισοάδειο πια χώρο. Ένα άσπρο μηχανάκι πέρασε μπροστά τους, με τη κοπέλα με το ροζ μπουφάν να το οδηγεί.

Έφυγε μέσα στη νύχτα και χάθηκε από μπροστά μας μες τα στενά της πόλης. Τελικά τι θέλει ο άνθρωπος για να ναι ευτυχισμένος?

Καλή Τσικνοπέμπτη!

© Marialena, 08/02/2018